ετερόδερμος

ετερόδερμος
-η, -ο
αυτός που έχει ανόμοιο δέρμα (άλλου χρώματος σε ορισμένα μέρη και άλλου σε άλλα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -δερμος < (δέρμα), πρβλ. παχύ-δερμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”